Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(πόνοι -

См. также в других словарях:

  • πονοῖ — πονέω work hard pres opt act 3rd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόνοι — πόνος work masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πόνου μεταλλαχθέντος οἱ πόνοι γλυκεῖς. — См. После дела и гулять хорошо …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • δυσπαρευνία — Πόνοι που είναι αισθητοί στην είσοδο ή λίγο βαθύτερα στον κόλπο, κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής. Διακρίνεται σε επιφανειακή και βαθιά δ. Κατά την πρώτη, ο πόνος εντοπίζεται στην είσοδο του κόλπου και μπορεί να οφείλεται σε φλεγμονή,… …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Phrasen/Eta — Eta Inhaltsverzeichnis 1 Ἡ ἀνάπαυσις τῶν πόνων ἐστὶν ἄρτυμα …   Deutsch Wikipedia

  • μυοσκελετικό σύστημα — Αποτελείται από το σκελετό, τους σκελετικούς μυς, τους τένοντές τους, τις αρθρώσεις και τους συνδέσμους. Ο σκελετός είναι η υποδομή και το στήριγμα του σώματος. Οι αρθρώσεις μεταξύ των οστών επιτρέπουν τις κινήσεις, που ξεκινούν από τις συσπάσεις …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • Heracles — Herakles oder Herkules (griechisch Ἡρακλῆς – Hēraklēs: „Der, der sich an Hera Ruhm erwarb“, lateinisch Hercules) ist ein für seine Stärke berühmter allgriechischer Nationalheros, dem göttliche Ehren zukamen und der in den Olymp aufgenommen wurde …   Deutsch Wikipedia

  • Herakles — oder Herkules (griechisch Ἡρακλῆς – Hēraklēs: „Der, der sich an Hera Ruhm erwarb“, lateinisch Hercules) ist ein für seine Stärke berühmter altgriechischer Nationalheros, dem göttliche Ehren zukamen und der in den Olymp aufgenommen wurde …   Deutsch Wikipedia

  • εξαναισχυντώ — ἐξαναισχυντῶ, έω (Μ) [αναισχυντώ] 1. γίνομαι αναίσχυντος, ξεδιάντροπος 2. μτφ. γίνομαι υπερβολικός, περισσεύω («οἱ πόνοι ἐξηναισχύντησαν» οι πόνοι έγιναν πολλοί, περίσσεψαν, Γλυκάς) …   Dictionary of Greek

  • κάματος — ο (AM κάματος) 1. επίπονη εργασία, μόχθος, κόπος («ἄτερ καμάτοιο τέλεσσαν», Ομ. Οδ.) 2. κατάπτωση τών σωματικών δυνάμεων από βαριά ή υπερβολική εργασία, κόπωση, κούραση, εξάντληση («αἴθρῳ και καμάτῳ δεδμημένον», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. το όργωμα τών… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»